ὁμοήθης

ὁμοήθης
ὁμοήθης
of the same habits
masc/fem acc pl (attic epic doric)
ὁμοήθης
of the same habits
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
ὁμοήθης
of the same habits
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομοήθης — ὁμοήθης, ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, ες) αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοήθη — ὁμοήθης of the same habits neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοήθης of the same habits masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοήθης of the same habits masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοήθεις — ὁμοήθης of the same habits masc/fem acc pl ὁμοήθης of the same habits masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοηθέστεροι — ὁμοήθης of the same habits masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοηθῶν — ὁμοήθης of the same habits masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοήθεσι — ὁμοήθης of the same habits masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοήθεσιν — ὁμοήθης of the same habits masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοήθους — ὁμοήθης of the same habits masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”